συμβατός

συμβατός
-ή, -ό
αυτός που ταιριάζει με κάποιον, που μπορεί να συνδεθεί με κάποιον ή με κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμβατός — ή, ό / συμβατός, ή, όν, ΝΑ [συμβαίνω] αυτός που υπόκειται σε σύμβαση, σε συμφωνία («οὐδ ή τῶν μελλόντων ἀδηλότης αὐτῷ συμβατή», Φίλ.) νεοελλ. συμβιβάσιμος, εναρμονιζόμενος, σύμφωνος, ταιριαστός, κατάλληλος …   Dictionary of Greek

  • συμβατά — συμβατός liable to happen neut nom/voc/acc pl συμβατά̱ , συμβατός liable to happen fem nom/voc/acc dual συμβατά̱ , συμβατός liable to happen fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατόν — συμβατός liable to happen masc acc sg συμβατός liable to happen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατή — συμβατός liable to happen fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβατικός — ή, ό / συμβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβατός] νεοελλ. 1. αυτός που έχει καθοριστεί με σύμβαση («συμβατικός τόκος») 2. ο κατά συνθήκην, αυτός που είναι σύμφωνος με τα κοινωνικά πρότυπα, χωρίς βαθύτερο και ουσιαστικό περιεχόμενο, τυπικός (α. «συμβατική… …   Dictionary of Greek

  • συμβατισμός — ο, Ν (φιλοσ.) αντίληψη κατά την οποία οι θεωρίες, οι έννοιες, οι ορισμοί, τα αξιώματα στα οποία στηρίζονται τα απαγωγικά συστήματα δεν είναι αντανάκλαση τού αντικειμενικού κόσμου αλλά συμβάσεις για την περιγραφή τών σχέσεων ανάμεσα στα διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • συμβατότητα — η, Ν [συμβατός] 1. η ιδιότητα τού συμβατού, το να είναι κάτι συμβατό με κάτι άλλο 2. (πληροφ.) σχετική ιδιότητα δύο υπολογιστών καθένας από τους οποίους μπορεί να εκτελεί προγράμματα καταρτισμένα για τον άλλο χωρίς ανάγκη μεταγλώτισσης ή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”